- κομποστολώ
- κομποστολῶ, έω (Α)ντύνομαι και στολίζομαι επιδεικτικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + -στολῶ (< -στολος < στολή), πρβλ. θηλυ-στολώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek